ὑποβλέψασα

ὑποβλέψασα
ὑποβλέψᾱσα , ὑποβλέπω
look up from under
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατασμύχω — (AM) 1. κατακαίω με χαμηλή φωτιά, κουφοκαίω κάτι 2. (για τον έρωτα) σιγοκαίω, κάνω κάποιον να λειώνει σιγά σιγά 3. φρ. «κατεσμυγμένον ὐποβλέψασα» αφού τόν κοίταξε με εμπάθεια (Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σμύχω «σιγοκαίω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”